τιττυβίζω

τιττυβίζω
τιττῠβίζω, prop. of the cry of the common partridge, distd. from κακκαβίζω (of the Greek partridge), Thphr.Fr.181: generally,
A like τιτίζω, of swallows and other small birds, twitter, chirrup, Babr. 131.7: c. acc. cogn.,

τ. κέλαδον παντομιγῆ Lyr.Alex.Adesp.7.5

; cf. ἀμφιτιττυβίζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιττυβίζω — ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν (για πουλί) κελαηδώ νεοελλ. (για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τιττυβίζετε — τιττυβίζω twitter pres imperat act 2nd pl τιττυβίζω twitter pres ind act 2nd pl τιττυβίζω twitter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιττυβίζουσιν — τιττυβίζω twitter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιττυβίζω twitter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιττυβιζούσης — τιττυβίζω twitter pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιττυβίζειν — τιττυβίζω twitter pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιττύβιζεν — τιττυβίζω twitter imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινθυρίζω — Α (για πτηνά) τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • τιτίζω — Α τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • τιττύβισμα — και τιτίβισμα, το, Ν [τιττυβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιττυβίζω …   Dictionary of Greek

  • αμφιτιττυβίζω — ἀμφιτιττυβίζω (Α) (για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τιττυβίζω*] …   Dictionary of Greek

  • κισσαβίζω — κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α) φωνάζω σαν κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”